- χανδός
- -ή, -όν, Ααυτός που έχει μεγάλη οπή («ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. σχηματισμένος από το επίρρ. χανδόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χανδά — χανδός yawning neut nom/voc/acc pl χανδά̱ , χανδός yawning fem nom/voc/acc dual χανδά̱ , χανδός yawning fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χανδῆς — χανδός yawning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χανδόν — with mouth wide open indeclform (adverb) χανδός yawning masc acc sg χανδός yawning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαζός — ή, ό, Ν 1. (για πρόσ.) α) αυτός που χάσκει, χάχας β) (κατ* επέκτ.) ανόητος, ελαφρόμυαλος, βλάκας 2. (για πράγμ.) ανούσιος, ασήμαντος, χωρίς ενδιαφέρον ή καλό γούστο («χαζό έργο»). επίρρ... χαζά Ν με χαζό τρόπο («γελάει χαζά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάζι … Dictionary of Greek